μυστικό

μυστικό
το
1. αυτό που δεν ανακοινώθηκε ή δεν πρέπει να ανακοινωθεί σε άλλους, απόκρυφο, απόρρητο («δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό»)
2. μέσο ενέργειας άγνωστο στους πολλούς («το μυστικό τής επιτυχίας του δεν τό λέει σε κανέναν»)
3. καθετί το απροσπέλαστο, ακατανόητο, ανεξήγητο, μυστήριο («το μυστικό τής ζωής και τού θανάτου»)
4. φρ. «κοινό μυστικό» — γεγονός το οποίο, παρά το ότι προσπαθούν να τό αποκρύψουν οι ενδιαφερόμενοι, ωστόσο είναι γνωστό σε πολλούς
5. παροιμ. «οι δύο κρατάν το μυστικό, οι τρεις τό κουβεντιάζουν, οι τέσσερεις σ' άλλους τό λεν κι οι πέντε τό φωνάζουν» — όταν ένα απόκρυφο γεγονός είναι γνωστό έστω και σε λίγους γίνεται γρήγορα πασίγνωστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. μυστικός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυστικό — το 1. αυτό που δεν πρέπει να φανερωθεί στους άλλους, που πρέπει να μείνει κρυφό, το απόρρητο: Φανέρωσε το μεγάλο της μυστικό την ώρα που ξεψυχούσε. 2. τρόπος, μέσο ενέργειας άγνωστο σε πολλούς: Ποιο είναι το μυστικό για έναν πετυχημένο γάμο; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αποκαλύψεως, Ιππότες — Μυστικό τάγμα χριστιανών στη Ρώμη. Ιδρύθηκε το 1693 και διαλύθηκε έναν χρόνο αργότερα, μετά τη σύλληψη του ιδρυτή και αρχηγού του, Αγκοστίνο Γκαμπρίνο. Το τάγμα είχε σκοπό, σύμφωνα με τον ιδρυτή του, να υπερασπιστεί την εκκλησία από τον… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Φόιερμπαχ, Λούντβιχ — (Feuerbach, Λάντσχουτ, Βαυαρία 1804 – Ρέχενμπεργκ, Νυρεμβέργη 1872). Γερμανός φιλόσοφος, θεμελιωτής του λεγόμενου φυσιοκρατικού ουμανισμού. Μαθητής του Χέγκελ στο Βερολίνο, ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1828, αλλά ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του και ο… …   Dictionary of Greek

  • Mystiko — Μυστικό Single by Peggy Zina from the album Ena New Edition B sid …   Wikipedia

  • βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… …   Dictionary of Greek

  • διαλαλώ — (AM διαλαλῶ, έω) μσν. νεοελλ. 1. διακηρύσσω, κοινοποιώ μεγαλόφωνα 2. διαδίδω, διατυμπανίζω, διασαλπίζω 3. (για εμπόρευμα κ.λπ.) διαφημίζω κατά τρόπο επίμονο 4. διαδίδω μυστικό, κοινολογώ μυστικό 5. εκποιώ σε δημοπρασία 6. εκθέτω, διαπομπεύω… …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …   Dictionary of Greek

  • μυστικότητα — η 1. το να είναι ή να τηρείται κάτι μυστικό 2. το να κρατάει κάποιος ένα μυστικό, η εχεμύθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυστικός. Η λ., στον λόγιο τ. μυστικότης, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”